Θέμα 3 Παιδιά θύματα κακοποίησης, κακομεταχείρισης και φτώχειας / Παιδιά που στερούνται τα βασικά τους δικαιώματα

Τα παιδιά που είναι ιδιαίτερα ευάλωτα και μπορεί να έχουν ένα ακόμη ευρύτερο φάσμα αναγκών και εμπλοκής στην εκπαιδευτική διαδικασία, είναι τα παιδιά που πέφτουν θύματα κακομεταχείρισης*. Η εκπαίδευση μπορεί να λειτουργήσει ως προστατευτικός παράγοντας για αυτά τα παιδιά. Ορισμένα δεδομένα:

  • Μελέτες δείχνουν ότι τα παιδιά που έχουν υποφέρει από παραμέληση, παρουσιάζουν χαμηλότερα ακαδημαϊκά επιτεύγματα από τα παιδιά που έχουν υποστεί σωματική κακοποίηση.
  • Τα παιδιά που έχουν υποστεί κακομεταχείριση έχουν περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν κακές κοινωνικές δεξιότητες και προβλήματα συμπεριφοράς στην τάξη.
  • Η κακομεταχείριση τα πρώτα πέντε έτη της ζωής σχεδόν τριπλασιάζει την πιθανότητα ενός παιδιού να αναπτύξει ακαδημαϊκά προβλήματα (διακοπή σχολικής εκπαίδευσης πριν την αποφοίτηση από το γυμνάσιο).
  • Η παιδική κακομεταχείριση έχει επίσης συνδεθεί με χαμηλότερη γνωστική λειτουργία (συγκεκριμένα χαμηλότερες βαθμολογίες IQ σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου) και συχνή εμφάνιση προβληματικών συμπεριφορών σε παιδιά και εφήβους.

*Η κακομεταχείριση εν προκειμένω χρησιμοποιείται ως όρος «ομπρέλα» που εμπεριέχει όλες τις μορφές κακοποίησης, βίας και παραμέλησης, θύματα φτώχειας και παιδιά που στερούνται καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα βασικά τους δικαιώματα.

Χαρακτηριστικά που μπορούν να θεωρηθούν ως παράγοντες κινδύνου εγκατάλειψης του σχολείου από παιδιά που έχουν υποστεί κακομεταχείριση:

α) Παιδιά κάτω των τεσσάρων ετών ή έφηβοι, β) ανεπιθύμητα παιδιά και παιδιά που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των γονιών τους, γ) παιδιά με ειδικές ανάγκες, διανοητικές αναπηρίες ή νευρολογικές διαταραχές, δ) παιδιά που προσδιορίζονται ως ΛΟΑΤΚΙ.

α) δυσκολία στην ανάπτυξη δεσμού με νεογέννητο, β) μη ανατροφή του παιδιού, γ) κακοποίηση ως παιδί, δ) έλλειψη επίγνωσης της ανάπτυξης του παιδιού ή μη ρεαλιστικές προσδοκίες, ε) κατάχρηση αλκοόλ ή ναρκωτικών, και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ζ) χαμηλή αυτοεκτίμηση, η) ανεπαρκής έλεγχος των παρορμήσεων, θ) ψυχική ή νευρολογική διαταραχή, ι) εμπλοκή σε εγκληματική δραστηριότητα, κ) αντιμετώπιση οικονομικών δυσκολιών.

Δεδομένα:

  • Οι εκπαιδευτικοί και οι σχολικοί σύμβουλοι δεν είναι προετοιμασμένοι ώστε να αναγνωρίζουν τα σημάδια παιδικής κακομεταχείρισης.
  • Υπάρχει κενό στις διαδικασίες υποβολής αναφορών.
  • Η κατάρτιση για τους σχολικούς συμβούλους και τους εκπαιδευτικούς είναι σημαντική. Οι καλά προετοιμασμένοι εκπαιδευτικοί στα σχολεία μπορούν να βοηθήσουν πολύ τα παιδιά που έχουν υποστεί κακομεταχείριση και τις οικογένειές τους.
  • Είναι απαραίτητο τα σχολεία να έχουν σαφείς πολιτικές αναφοράς σχετικά με περιπτώσεις παιδικής κακομεταχείρισης. Τα σχολεία θα πρέπει να παράγουν σαφείς κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την αναφορά περιπτώσεων κακομεταχείρισης και θα πρέπει να διατίθενται στο υπεύθυνο προσωπικό.
  • Σε κάθε περίπτωση, κατά τον χειρισμό περιπτώσεων κακομεταχείρισης οιουδήποτε είδους, είναι σημαντικό οι εκπαιδευτικοί και οι σύμβουλοι (ως άτομα στα οποία μπορούν να προστρέξουν οι μαθητές), να μην ξεχνούν ποτέ ότι τα παιδιά δεν φταίνε ποτέ για την κακομεταχείριση!
  • Η φτώχεια αυξάνεται, με περισσότερα παιδιά πλέον να είναι αντιμέτωπα με συνθήκες σοβαρής φτώχειας*.
  • Η ζωή σε συνθήκες φτώχειας για μερικά χρόνια μπορεί να έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη των μικρών παιδιών, ιδιαίτερα κάτω των πέντε ετών, καθώς αυτά τα πρώτα στάδια της ζωής ενός παιδιού είναι μια κρίσιμη περίοδος για τη γνωστική, γλωσσική και κοινωνική ανάπτυξη. Η παραμέληση κατά την παιδική ηλικία, η οικογενειακή φτώχεια κατά την παιδική ηλικία και η φτώχεια της γειτονιάς κατά την παιδική ηλικία συμβάλλουν σε άσχημες επιπτώσεις αργότερα στη ζωή.
  • Οι εκπαιδευτικές ανισότητες, που ξεκινούν από την προσχολική ηλικία, συνήθως συνεχίζουν να αυξάνονται μέσω της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Εάν ένα παιδί δεν εισέλθει «έτοιμο για το σχολείο» με βασικές δεξιότητες, η ικανότητά του να αξιοποιεί στο έπακρο τις μαθησιακές εμπειρίες, να αναπτύσσει κοινωνικές δεξιότητες και να δημιουργεί φιλίες μειώνεται. Μακροπρόθεσμα, η καθυστέρηση στα πρώτα χρόνια θέτει σε μειονεκτική θέση την υπόλοιπη σχολική σταδιοδρομία του παιδιού, τις ευκαιρίες απασχόλησης και τις ευκαιρίες στην ενήλικη ζωή (Save the Children, 2016).
  • Η ζωή σε συνθήκες φτώχειας μπορεί να θέσει τα παιδιά σε σημαντικό κίνδυνο εκδήλωσης καθυστέρησης στη γλωσσική τους ανάπτυξη. Αυτό μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες για την ανάπτυξη των πρώιμων δεξιοτήτων ανάγνωσης. Το να μπορεί να διαβάζει με ευχέρεια είναι ζωτικής σημασίας για τις προοπτικές του παιδιού στο σχολείο και στη ζωή γενικότερα.
  • Τέλος, είναι συχνά τα παιδιά που βρίσκονται σε συνθήκες φτώχειας και εξαναγκάζονται σε παιδική εργασία (μια ρητή μορφή παιδικής εκμετάλλευσης) ή ακόμη και να εξαναγκάζονται σε κλοπή για να επιβιώσουν.
  • Η συμπεριληπτική εκπαίδευση θα πρέπει επίσης να έρχεται με τρόπους που να μπορεί να εμπλέξει τα παιδιά που βρίσκονται σε συνθήκες φτώχειας στην εκπαιδευτική διαδικασία, λειτουργώντας τοιουτοτρόπως ως προληπτικό μέτρο κατά της εγκατάλειψης της σχολικής εκπαίδευσης καθώς και βοηθώντας τα παιδιά να πραγματώσουν τις ικανότητές τους.

*Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι το 2017, πάνω από 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι ήταν άποροι ιδίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, συμπεριλαμβανομένων πάνω από το ένα τρίτο του ενός εκατομμυρίου παιδιών (JRF, 2020) και το 7,8% του πληθυσμού βρισκόταν σε συνεχιζόμενη φτώχεια. Το αυξανόμενο κόστος διαβίωσης, οι χαμηλοί μισθοί και τα ανεπαρκή επιδόματα κοινωνικής ασφάλισης έχουν ως αποτέλεσμα έναν αυξανόμενο αριθμό οικογενειών που ζουν στα άκρα του ορίου της φτώχειας (Children’s Society, 2020a). Σύμφωνα με την CPAG (2019) αναμένεται ότι 5,2 εκατομμύρια παιδιά θα ζουν σε συνθήκες φτώχειας στο Ηνωμένο Βασίλειο έως το 2022. Η τρέχουσα κρίση του κορονοϊού θα μπορούσε να ωθήσει τις μειονεκτούσες οικογένειες στη φτώχεια, εάν οι γονείς έλθουν αντιμέτωποι με απώλεια θέσης εργασίας και μειωθούν ο απολαβές τους ως αποτέλεσμα της πανδημίας (Children’ s Society, 2020b) . Παρόμοια τάση παρατηρείται σε ολόκληρη την ΕΕ. Το 2020, το 24,2 % των παιδιών (ηλικίας κάτω των 18 ετών) στην ΕΕ διέτρεχαν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού σε σύγκριση με το 21,7 % των ενηλίκων σε ηλικία εργασίας (ηλικίας 18-64 ετών) και το 20,4 % των ηλικιωμένων (ηλικίας 65 ετών και άνω). Τα παιδιά ήταν η ηλικιακή ομάδα με τα υψηλότερα ποσοστά κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού σε 13 από τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ.

https://iamforkids.org/child-poverty/

Δραστηριότητα 3: «Θα μπορούσες να μπεις στη θέση μου;»